ἀγλαοφεγγής

ἀγλαοφεγγής
ἀγλαο-φεγγής, ές,
A splendidly shining, Max.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγλαοφεγγής — ἀγλαοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά, ζωηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + φέγγος] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαοφεγγεῖς — ἀγλαοφεγγής splendidly shining masc/fem acc pl ἀγλαοφεγγής splendidly shining masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοφεγγέα — ἀγλαοφεγγής splendidly shining neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀγλαοφεγγής splendidly shining masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαοφεγγέι — ἀγλαοφεγγέϊ , ἀγλαοφεγγής splendidly shining dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”